νινίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νινίδα | οι | νινίδες |
γενική | της | νινίδας | των | νινίδων |
αιτιατική | τη | νινίδα | τις | νινίδες |
κλητική | νινίδα | νινίδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νινίδα θηλυκό
- κρούστα σμήγματος στο κεφάλι νεογέννητων
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] νινίδα
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ νινίδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας