νιπτήρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | νιπτήρας | οι | νιπτήρες |
γενική | του | νιπτήρα | των | νιπτήρων |
αιτιατική | τον | νιπτήρα | τους | νιπτήρες |
κλητική | νιπτήρα | νιπτήρες | ||
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νιπτήρας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νιπτήρ από την αιτιατική «τὸν νιπτῆρα» < νίπτω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νιπτήρας αρσενικό
- δοχείο για το πλύσιμο του προσώπου, στερεωμένο στον τοίχο και συνδεδεμένο με την αποχέτευση
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αγώνας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)