νιρβάνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νιρβάνα < (άμεσο δάνειο) αγγλική nirvana < σανσκριτική निर्वाण (nirvāna, σβέση φλόγας)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νιρβάνα θηλυκό άκλιτο
- (βουδισμός) κατάσταση εξάλειψης του πόνου λόγω παύσης του κύκλου αναγεννήσεων, εκμηδενισμός της ατομικότητας του είναι και ταύτιση με το όλον
- (συνεκδοχικά) πνευματική κατάσταση στην οποία ο άνθρωπος νιώθει απόλυτη ηρεμία και γαλήνη
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
νιρβάνα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα σανσκριτικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Βουδισμός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)