νισεστέ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νισεστέ ουδέτερο στην ονομαστική και αιτιατική ενικού
- (προφορικό) άλλη μορφή του νισεστές[1]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
νισεστέ αρσενικό
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ προφορικά, ως ουδέτερο στο διαδίκτυο (περίοδος: 2020)