νισεστές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νισεστές < (άμεσο δάνειο) τουρκική nişasta + -ς με τροπή [a] > [e][1] < περσική نشاسته (nişāsta, άμυλο)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νισεστές αρσενικό
- (γαστρονομία) κοινή ονομασία για το πολύ ψιλό αλεύρι που μπορεί να προέρχεται από οποιοδήποτε πρωτογενές αμυλώδες υλικό (πατάτες, στάρι, ρύζι κ.λπ.) και, επειδή έχει μεγάλη περιεκτικότητα σε άμυλο, χρησιμοποιείται στη μαγειρική σαν πηκτικό και στη βιομηχανία για την παρασκευή κόλλας
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- νισαστόν (ποντιακή κρέμα)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νισεστές
[επεξεργασία]
- ↑ νισεστές - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ [1]
- ↑ [2]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καφές' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ς (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)