νισυριώτικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νισυριώτικος η νισυριώτικη το νισυριώτικο
      γενική του νισυριώτικου της νισυριώτικης του νισυριώτικου
    αιτιατική τον νισυριώτικο τη νισυριώτικη το νισυριώτικο
     κλητική νισυριώτικε νισυριώτικη νισυριώτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νισυριώτικοι οι νισυριώτικες τα νισυριώτικα
      γενική των νισυριώτικων των νισυριώτικων των νισυριώτικων
    αιτιατική τους νισυριώτικους τις νισυριώτικες τα νισυριώτικα
     κλητική νισυριώτικοι νισυριώτικες νισυριώτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νισυριώτικος < Νισυριώτ(ης) + -ικος

Επίθετο[επεξεργασία]

νισυριώτικος

  • ο σχετικός με τη Νίσυρο και τους κατοίκους της

Μεταφράσεις[επεξεργασία]