νιψιστάριος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νιψιστάριος < (ελληνιστική κοινή) νίψις + -άριος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νιψιστάριος και μουσθάκι

  • ο υπηρέτης των ανακτόρων που δουλειά του ήταν να πηγαίνει στη βασιλική οικογένεια ή και στους καλεσμένους της, τα ειδικά σκεύη για να πλύνουν τα χέρια τους με ζεστό νερό μετά το φαγητό

Συγγενικά[επεξεργασία]