Μετάβαση στο περιεχόμενο

νι εφελκυστικό

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νι εφελκυστικό < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή νῦ ἐφελκυστικόν  δείτε τις λέξεις νι και εφελκυστικός

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈni efelcistiˈko/

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

νι εφελκυστικό ουδέτερο

  • (γραμματική) ευφωνικό νι που βρίσκεται στο τέλος λέξεων της αρχαίας ελληνικής για αποφυγή της χασμωδίας
      Η λέξη για «είναι» στην αρχαία ελληνική είναι «ἐστί» χωρίς εφελκυστικό νι ή «ἐστίν» με εφελκυστικό νι.

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • movable nu στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]