νοδάρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | νοδάρος | οι | νοδάροι |
γενική | του | νοδάρου | των | νοδάρων |
αιτιατική | τον | νοδάρο | τους | νοδάρους |
κλητική | νοδάρε | νοδάροι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νοδάρος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική νοδᾶρος < βενετική nodaro < λατινική notarius < noto (σημειώνω)[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /noˈða.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νο‐δά‐ρος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νοδάρος αρσενικό
- (ιδιωματικό, παρωχημένο) ο συμβολαιογράφος
- άλλες μορφές: νοτάριος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νοδάρος
→ δείτε τη λέξη συμβολαιογράφος |
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νοδάρος < (άμεσο δάνειο) βενετική nodaro < λατινική notarius
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νοδάρος αρσενικό
- άλλη μορφή του νοτάρης
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη νοτάρης
Πηγές[επεξεργασία]
- νοδάρος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα βενετικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)