νοθεύσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]νοθεύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος νοθεύω
- θα νοθεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος νοθεύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]νοθεύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του νόθευση