νοθεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νοθεύω < ελληνιστική κοινή νοθεύω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /noˈθe.vo/

Ρήμα[επεξεργασία]

νοθεύω

  1. ανακατεύω ένα προϊόν με άλλο, κατώτερης ποιότητας και τιμής, προκειμένου να ωφεληθώ οικονομικά εις βάρος του αγοραστή
    νοθεύω το ελαιόλαδο με ηλιέλαιο
  2. παραποιώ μια ιδέα, μια κατάσταση κ.λπ. εισάγοντας ξένα ή ακατάλληλα στοιχεία
    νοθεύω το αποτέλεσμα των εκλογών

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]