νοιάζει
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νοιάζει < ενεργητική φωνή του ρήματος νοιάζομαι (απαντά μόνο στο γ' πρόσωπο ενικού και πληθυντικού)
Ρήμα
[επεξεργασία]- (απρόσωπο ρήμα) ενδιαφέρει κάποιον, πειράζει κάποιον, κάποιος νοιάζεται γι' αυτό
- δε με νοιάζει
- δε με νοιάζουν οι βρισιές του