Μετάβαση στο περιεχόμενο

νοιάζει

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νοιάζει < ενεργητική φωνή του ρήματος νοιάζομαι (απαντά μόνο στο γ' πρόσωπο ενικού και πληθυντικού)

νοιάζει, παθ.φωνή: νοιάζομαι

δε με νοιάζει
δε με νοιάζουν οι βρισιές του

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

τριτοπρόσωπη

λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]