νοιάζει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νοιάζει < ενεργητική φωνή του ρήματος νοιάζομαι (απαντά μόνο στο γ' πρόσωπο ενικού και πληθυντικού)

Ρήμα[επεξεργασία]

νοιάζει, παθ.φωνή: νοιάζομαι

δε με νοιάζει
δε με νοιάζουν οι βρισιές του

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

τριτοπρόσωπη

→ λείπει η κλίση

Μεταφράσεις[επεξεργασία]