νοικοκυρά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νοικοκυρά οι νοικοκυρές
      γενική της νοικοκυράς των νοικοκυρών
    αιτιατική τη νοικοκυρά τις νοικοκυρές
     κλητική νοικοκυρά νοικοκυρές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νοικοκυρά < μεσαιωνική ελληνική νοικοκυρά < αρχαία ελληνική οἶκος + κύριος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ni.ko.ciˈɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νοι‐κο‐κυ‐ρά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νοικοκυρά θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]