νοικοκυρεύομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νοικοκυρεύομαι < νοικοκυρεύω
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
νοικοκυρεύομαι
- σταματώ τις σπατάλες, διαχειρίζομαι με σύνεση τα οικονομικά μου
- δημιουργώ τη δική μου οικογένεια
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νοικοκυρεύομαι