νομάτισμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νομάτισμα τα νοματίσματα
      γενική του νοματίσματος των νοματισμάτων
    αιτιατική το νομάτισμα τα νοματίσματα
     κλητική νομάτισμα νοματίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νομάτισμα < νοματίζω, νοματισ- + -μα ή ονομάτισμα με αποβολή του αρχικού άτονου φωνήεντος [1] < μεσαιωνική ελληνική ὀνομάτισμα < μεσαιωνική ελληνική ὀνοματίζω / 'νοματίζω / νοματίζω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /noˈma.ti.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νο‐μά‐τι‐σμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νομάτισμα ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη όνομα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. για την αποβολή του αρχικού φωνήεντος, δείτε νομάτοι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας

Πηγές[επεξεργασία]