νομίατρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νομίατρος < νομός + -ίατρος, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική médecin de département[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /noˈmi.a.tɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νο‐μί‐α‐τρος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νομίατρος αρσενικό ή θηλυκό
- (ιατρική, παρωχημένο) γιατρός διορισμένος σε μια νομαρχία που είναι αρμόδιος για τα υγειονομικά ζητήματα ενός νομού, την αντιμετώπιση επιδημιών, την υγιεινή των δημόσιων χώρων, τις αναρρωτικές άδειες των δημοσίων υπαλλήλων κλπ
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νομίατρος
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ νομίατρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δάσκαλος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ίατρος (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)