νομαρχιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νομαρχιακός < νομαρχία + -ακός ή νομάρχης + -ιακός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική préfectoral[1])
Επίθετο[επεξεργασία]
νομαρχιακός
- που έχει σχέση με νομαρχία ή νομάρχη, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτά
- (ουσιαστικοποιημένο) νομαρχιακή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νομαρχιακός
|
- ↑ νομαρχιακός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ακός (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιακός (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)