νομική

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Νομική

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νομική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου νομικός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νομική θηλυκό

  1. η νομική επιστήμη, η επιστήμη που μελετά τους νόμους, το δίκαιο
     συνώνυμα: τα νομικά
  2. η νομική σχολή, η σχολή του πανεπιστημίου που διδάσκει τη νομική επιστήμη
    ορκίστηκαν οι νέοι φοιτητές της Νομικής

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

νομική

Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]