νομισματολογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νομισματολογικός < νομισματολόγος
Επίθετο[επεξεργασία]
νομισματολογικός -ή -ό
- σχετικός με τη νομισματολογία
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νομισματολογικός