νομισματοποιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νομισματοποιώ < νόμισμα + -ο- + -ποιώ ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική monetize)

Ρήμα[επεξεργασία]

νομισματοποιώ (παθητική φωνή: νομισματοποιούμαι)

  1. (οικονομία) μετατρέπω κάτι (π.χ. έναν (χρηματιστηριακό τίτλο) σε νόμισμα
  2. (οικονομία) καθιερώνω ένα νόμισμα ως νόμιμο χρήμα
  3. (οικονομία) εκδίδω νόμισμα, τυπώνω χρήματα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]