νομισματοπώλης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νομισματοπώλης < ελληνιστική κοινή νομισματοπώλης < αρχαία ελληνική νόμισμα + πωλέω / πωλῶ, μορφολογικά αναλύεται σε νομισμάτ(ων) + -ο- + -πώλης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νομισματοπώλης αρσενικό
- (επάγγελμα) ο έμπορος παλαιών νομισμάτων που έχουν συλλεκτική αξία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νομισματοπώλης
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -πώλης (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)