νομοθέτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νομοθέτης < αρχαία ελληνική νομοθέτης < νόμος + τίθημι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νομοθέτης αρσενικό
- αυτός που γράφει τους νόμους μιας πολιτείας και τους θέτει σε ισχύ
- Σόλων ο νομοθέτης
- ο συντάκτης ενός νομοσχεδίου
- (γενικότερα) η νομοθετική εξουσία
- ※ Όταν δεν επιτρέπεται σε ένα παιδί να αφήσει το ίδρυμα και να ζήσει σε μια οικογένεια, επειδή οι ενήλικες σε αυτή την οικογένεια είναι ομόφυλο ζευγάρι, ποιος ιδρυματοποιεί; Το ίδρυμα ή οι νομοθέτες; (Το ανάπηρο (ελληνικό) Δημόσιο , liberal.gr, 25/04/2019 [1])
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] νομοθέτης
|