νομοπαρασκευαστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νομοπαρασκευαστικός η νομοπαρασκευαστική το νομοπαρασκευαστικό
      γενική του νομοπαρασκευαστικού της νομοπαρασκευαστικής του νομοπαρασκευαστικού
    αιτιατική τον νομοπαρασκευαστικό τη νομοπαρασκευαστική το νομοπαρασκευαστικό
     κλητική νομοπαρασκευαστικέ νομοπαρασκευαστική νομοπαρασκευαστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νομοπαρασκευαστικοί οι νομοπαρασκευαστικές τα νομοπαρασκευαστικά
      γενική των νομοπαρασκευαστικών των νομοπαρασκευαστικών των νομοπαρασκευαστικών
    αιτιατική τους νομοπαρασκευαστικούς τις νομοπαρασκευαστικές τα νομοπαρασκευαστικά
     κλητική νομοπαρασκευαστικοί νομοπαρασκευαστικές νομοπαρασκευαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νομοπαρασκευαστικός < νόμος + -ο- + παρασκευαστικός

Επίθετο[επεξεργασία]

νομοπαρασκευαστικός, -ή, -ό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]