νομπελίστας
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νομπελίστας αρσενικό
- ο βραβευμένος με νόμπελ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] νομπελίστας
|
νομπελίστας αρσενικό
|