νοούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νοούμαι, παθητική φωνή του νοώ

Ρήμα[επεξεργασία]

νοούμαι

→ δείτε τη λέξη νοώ