νοσηλευτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νοσηλευτής < νοσηλεύ(ω) + -τής
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /no.si.leˈftis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νο‐ση‐λευ‐τής
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νοσηλευτής αρσενικό, νοσηλεύτρια θηλυκό
- (ιατρική, επάγγελμα) επιστημονικά εκπαιδευμένος νοσοκόμος
- ↪ Οι νοσηλευτές σπουδάζουν νοσηλευτική στο πανεπιστήμιο με διάρκεια σπουδών, τέσσερα χρόνια.
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τις λέξεις νόσος και νοσοκόμος
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τής (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)