νοσογραφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νοσογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική nosography < αρχαία ελληνική νόσος + γράφω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νοσογραφία θηλυκό
- (ιατρική) η επιστημονική ταξινόμηση, ονομασία και περιγραφή ασθενειών καθώς και το σχετικό σύγγραμμα που τις περιλαμβάνει
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νοσογραφία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)