νοσολογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νοσολογικός < νοσολογ(ία) + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
νοσολογικός, -ή, -ό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νοσολογικός
|