νοσομανία
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νοσομανία < λόγιο ενδογενές δάνειο: λόγιο δάνειο από την αγγλική nosomania ή γαλλική nosomanie.(Χρειάζεται τεκμηρίωση…) Μορφολογικά αναλύεται σε νόσ(ος) + -ο- + -μανία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νοσομανία θηλυκό
- (παρωχημένο, ψυχιατρική) συνώνυμο του νοσοφοβία[1]
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μανία (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ψυχιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)