νοσοφοβικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νοσοφοβικός η νοσοφοβική το νοσοφοβικό
      γενική του νοσοφοβικού της νοσοφοβικής του νοσοφοβικού
    αιτιατική τον νοσοφοβικό τη νοσοφοβική το νοσοφοβικό
     κλητική νοσοφοβικέ νοσοφοβική νοσοφοβικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νοσοφοβικοί οι νοσοφοβικές τα νοσοφοβικά
      γενική των νοσοφοβικών των νοσοφοβικών των νοσοφοβικών
    αιτιατική τους νοσοφοβικούς τις νοσοφοβικές τα νοσοφοβικά
     κλητική νοσοφοβικοί νοσοφοβικές νοσοφοβικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νοσοφοβικός < νοσοφοβ(ία) + -ικός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /no.so.fo.viˈkos/ (αρσενικό)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νοσοφοβικός -ή, ό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]