νοσοφοβικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νοσοφοβικός < νοσοφοβ(ία) + -ικός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /no.so.fo.viˈkos/ (αρσενικό)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νοσοφοβικός -ή, ό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νοσοφοβικός