νοσταλγώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νοσταλγώ < νοσταλγία + (αναδρομικός σχηματισμός)

νοσταλγώ

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]