νοστιμιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νοστιμιά οι νοστιμιές
      γενική της νοστιμιάς των νοστιμιών
    αιτιατική τη νοστιμιά τις νοστιμιές
     κλητική νοστιμιά νοστιμιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νοστιμιά < νόστιμος + -ιά < αρχαία ελληνική νόστιμος < νόστος < νέομαι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νοστιμιά θηλυκό

  1. η ιδιότητα του νόστιμου, ευχάριστη γεύση
  2. (μεταφορικά) κομψότητα, καλό γούστο, χάρη

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]