νοσφισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νοσφισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νοσφισμός αρσενικό
- το να χρησιμοποιεί κάποιος κάτι ξένο αυθαίρετα, σαν να ήταν δικό του, για ωφέλειά του
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νοσφισμός
|