νοσφισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νοσφισμός οι νοσφισμοί
      γενική του νοσφισμού των νοσφισμών
    αιτιατική τον νοσφισμό τους νοσφισμούς
     κλητική νοσφισμέ νοσφισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νοσφισμός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νοσφισμός αρσενικό

  • το να χρησιμοποιεί κάποιος κάτι ξένο αυθαίρετα, σαν να ήταν δικό του, για ωφέλειά του

Μεταφράσεις[επεξεργασία]