νοτάρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νοτάρι τα νοτάρια
      γενική του νοταριού των νοταριών
    αιτιατική το νοτάρι τα νοτάρια
     κλητική νοτάρι νοτάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νοτάρι < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νοτάρι ουδέτερο

  1. (ναυτικός όρος): ναυτικό θέσπισμα (έγγραφο) ναυτικού εθιμικού δικαίου που κανόνιζε θέματα κυρίως σε αβαρία, επί τουρκοκρατίας και λίγο μετά την ανεξαρτησία
    νοταρικές πράξεις Παξών ή νοτάρια Παξών

Παράγωγα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]