νοτερός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νοτερός η νοτερή το νοτερό
      γενική του νοτερού της νοτερής του νοτερού
    αιτιατική τον νοτερό τη νοτερή το νοτερό
     κλητική νοτερέ νοτερή νοτερό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νοτεροί οι νοτερές τα νοτερά
      γενική των νοτερών των νοτερών των νοτερών
    αιτιατική τους νοτερούς τις νοτερές τα νοτερά
     κλητική νοτεροί νοτερές νοτερά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νοτερός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική νοτερός [1] < νότ(ος) + -ερός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /no.teˈɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νο‐τε‐ρός

Επίθετο[επεξεργασία]

νοτερός, -ή, -ό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική νοτερός νοτερᾱ́ τὸ νοτερόν
      γενική τοῦ νοτεροῦ τῆς νοτερᾶς τοῦ νοτεροῦ
      δοτική τῷ νοτερ τῇ νοτερ τῷ νοτερ
    αιτιατική τὸν νοτερόν τὴν νοτερᾱ́ν τὸ νοτερόν
     κλητική ! νοτερέ νοτερᾱ́ νοτερόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ νοτεροί αἱ νοτεραί τὰ νοτερᾰ́
      γενική τῶν νοτερῶν τῶν νοτερῶν τῶν νοτερῶν
      δοτική τοῖς νοτεροῖς ταῖς νοτεραῖς τοῖς νοτεροῖς
    αιτιατική τοὺς νοτερούς τὰς νοτερᾱ́ς τὰ νοτερᾰ́
     κλητική ! νοτεροί νοτεραί νοτερᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ νοτερώ τὼ νοτερᾱ́ τὼ νοτερώ
      γεν-δοτ τοῖν νοτεροῖν τοῖν νοτεραῖν τοῖν νοτεροῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νοτερός < νότ(ος) + -ερός

Επίθετο[επεξεργασία]

νοτερός, -ά, -όν

Πηγές[επεξεργασία]