νοτιάς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νοτιάς οι νοτιάδες
      γενική του νοτιά των νοτιάδων
    αιτιατική τον νοτιά τους νοτιάδες
     κλητική νοτιά νοτιάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νοτιάς < νοτιά +

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νοτιάς αρσενικό

  1. ο νότιος άνεμος
    άλλες μορφές: νοτιά
     συνώνυμα: όστρια
  2. ο νότος

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Άνεμοι:

Μεταφράσεις[επεξεργασία]