ντάλια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ντάλια | οι | ντάλιες |
γενική | της | ντάλιας | — | |
αιτιατική | την | ντάλια | τις | ντάλιες |
κλητική | ντάλια | ντάλιες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δεν συνηθίζεται. | ||||
όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ντάλια θηλυκό
- (βοτανική) είδος καλλωπιστικού φυτού
- το άνθος αυτού του φυτού