ντάμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ντάμα οι ντάμες
      γενική της ντάμας
    αιτιατική την ντάμα τις ντάμες
     κλητική ντάμα ντάμες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ντάμα < (άμεσο δάνειο) ιταλική dama < λατινική domina (θηλυκό του dominus) < domus

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈda.ma/
καβαλιέρος βαστάει την ντάμα του στη διάρκεια χορευτικής φιγούρας
οι τέσσερις ντάμες μιας τράπουλας
παίζοντας ντάμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ντάμα θηλυκό

  1. η γυναίκα με την οποία χορεύει κάποιος
  2. φύλλο της τράπουλας που παριστάνει μια γυναικεία μορφή
  3. επιτραπέζιο παιχνίδι που παίζεται στην επιφάνεια της σκακιέρας με πούλια

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]