ντέι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ντέι < → λείπει η ετυμολογία
Επιφώνημα[επεξεργασία]
ντέι
- (οικείο) προσταγή σε γαϊδούρι, μουλάρι ή άλογο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Ψευδόφιλες λέξεις[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ντέι
|