ντέρτι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ντέρτι τα ντέρτια
      γενική του ντερτιού των ντερτιών
    αιτιατική το ντέρτι τα ντέρτια
     κλητική ντέρτι ντέρτια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ντέρτι < (άμεσο δάνειο) τουρκική dert < περσική درد (dard: πόνος, θλίψη, ασθένεια)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈdeɾ.ti/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ντέρτι ουδέτερο

  • (λαϊκότροπο) καημός (ενίοτε ερωτικός), στενοχώρια, βάσανο
    • ※  Άναψε το τσιγάρο, δώσ’ μου φωτιά, έχω μεγάλο ντέρτι μες στην καρδιά. (Στίχοι από το τραγούδι «Άναψε το τσιγάρο», σε στίχους Χαράλαμπου Βασιλειάδη και μουσική Γεράσιμου Κλουβάτου)
    • ※  Το ένα και μοναδικό αναλλοίωτο στοιχείο που δεσπόζει στην πρώτη θέση των σύγχρονων ελληνικών τεχνών είναι το μπουζούκι. Αυτό το σύμβολο πόνου, κλάψας, ντερτιού, μαστούρας, καψούρας, ανδρισμού και Αλίκης Βουγιουκλάκη. (*)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]