ντίζελ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ντήζελ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ντίζελ < (άμεσο δάνειο) γερμανική Diesel· το επώνυμο του Γερμανού μηχανικού Rudolf Diesel (Ρούντολφ Ντίζελ (Ντήζελ) )

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ντίζελ ουδέτερο, άκλιτο

  1. μηχανή (εσωτερικής καύσης) που δίνει κίνηση χρησιμοποιώντας πετρέλαιο
  2. (κατ’ επέκταση) το καύσιμο που καίει ο παραπάνω κινητήρας

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]