ντίνκελ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ντίνκελ < Dinkel, ποταμός της Γερμανίας και των Κάτω Χωρών

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ντίνκελ ουδέτερο άκλιτο