νταμωτός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | νταμωτός | η | νταμωτή | το | νταμωτό |
γενική | του | νταμωτού | της | νταμωτής | του | νταμωτού |
αιτιατική | τον | νταμωτό | την | νταμωτή | το | νταμωτό |
κλητική | νταμωτέ | νταμωτή | νταμωτό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | νταμωτοί | οι | νταμωτές | τα | νταμωτά |
γενική | των | νταμωτών | των | νταμωτών | των | νταμωτών |
αιτιατική | τους | νταμωτούς | τις | νταμωτές | τα | νταμωτά |
κλητική | νταμωτοί | νταμωτές | νταμωτά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
νταμωτός, -ή, -ό
- (σπάνιο) που η επιφάνειά του έχει διαιρεθεί σε τετραγωνίδια
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νταμωτός
|