νταντελένιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νταντελένιος η νταντελένια το νταντελένιο
      γενική του νταντελένιου της νταντελένιας του νταντελένιου
    αιτιατική τον νταντελένιο την νταντελένια το νταντελένιο
     κλητική νταντελένιε νταντελένια νταντελένιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νταντελένιοι οι νταντελένιες τα νταντελένια
      γενική των νταντελένιων των νταντελένιων των νταντελένιων
    αιτιατική τους νταντελένιους τις νταντελένιες τα νταντελένια
     κλητική νταντελένιοι νταντελένιες νταντελένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νταντελένιος < νταντέλ(α) + -ένιος

Επίθετο[επεξεργασία]

νταντελένιος, -α, -ο [1]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. λήγουν σε -ντελένιος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)