νταρντάνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νταρντάνα οι νταρντάνες
      γενική της νταρντάνας
    αιτιατική την νταρντάνα τις νταρντάνες
     κλητική νταρντάνα νταρντάνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νταρντάνα < (άμεσο δάνειο) ιταλική tartana, αλιευτικό σκάφος, σαν το τρεχαντήρι, αλλά με πολύ πλούσιο εξαρτισμό στο μοναδικό ιστό του (κατάρτι)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νταρντάνα θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

  • φρεγάτα μου
  • φρεγάδα μου

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]