ντεβές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ντεβές | οι | ντεβέδες |
γενική | του | ντεβέ | των | ντεβέδων |
αιτιατική | τον | ντεβέ | τους | ντεβέδες |
κλητική | ντεβέ | ντεβέδες | ||
όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ντεβές ουδέτερο
- η καμήλα
- (μεταφορικά) ο ήρεμος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ντεβές
→ δείτε τη λέξη καμήλα |
[επεξεργασία]
- Κωνσταντίνος Οικονόμου, "Επωνύμων μνήμη", άρθρο στο περιοδικό "Ζωσιμάδες", τ. 29, Ιούνιος 2007