ντεθάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ντεθάς | οι | ντεθάδες |
γενική | του | ντεθά | των | ντεθάδων |
αιτιατική | τον | ντεθά | τους | ντεθάδες |
κλητική | ντεθά | ντεθάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ντεθάς αρσενικό (θηλυκό ντεθού)
- (νεολογισμός, προφορικό, μουσική) που του αρέσει να ακούει ή να παίζει μουσική ντεθ μέταλ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ντεθάς
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψαράς' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -άς (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Προφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μουσική (νέα ελληνικά)
- Χρειάζονται παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)