ντεκουπάζ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ντεκουπάζ ουδέτερο άκλιτο
- (κινηματογράφος) ο χωρισμός των σκηνών και των πλάνων (σύμφωνα με το σενάριο μιας ταινίας), η καταγραφή και αρίθμησή τους, ώστε η διαδικασία αυτή να βοηθήσει στην κινηματογράφηση και το μοντάζ
- (φωτογραφία, τυπογραφία) η αφαίρεση ενός τμήματος μιας εικόνας από τον περίγυρό της, ώστε να χρησιμοποιηθεί σε άλλο σημείο
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κινηματογράφος (νέα ελληνικά)
- Φωτογραφία (νέα ελληνικά)
- Τυπογραφία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)