ντεκουπαριστός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ντεκουπαριστός < ντεκουπάρω + -ιστός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /de.ku.pa.ɾiˈstos/
Επίθετο[επεξεργασία]
ντεκουπαριστός
- (κινηματογράφος, φωτογραφία, τυπογραφία) που του έχει γίνει ντεκουπάζ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ντεκουπαριστός
|