ντελάλης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ντελάλης < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική دلال (dellal, δημώδης εκφορά: tellal) (τουρκική tellal)[1] με ηχηροποίηση στα νέα ελληνικά με [t]>[d] από συμπροφορά [n] και [t] στην έκφραση στην αιτιατική (τον τελάλη) < αραβική دَلَّال (dallāl)
- Ή από τη μεσαιωνική ελληνική μέσω του θηλυκού τύπου στη μορφή 'ντελάλισσα'[2] (δείτε τελάλισσα) < οθωμανική τουρκική < αραβική
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /deˈla.lis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ντε‐λά‐λης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ντελάλης αρσενικό (θηλυκό ντελάλισσα)
- (επάγγελμα) αυτός που ανακοίνωνε φωνάζοντας τα μαντάτα, ο δημόσιος κήρυκας, ο διαλαλητής
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- τελάλημα / ντελάλημα
- τελάλισσα / ντελάλισσα
- τελαλώ / ντελαλώ
- (ν)τελαλ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ντελάλης
[επεξεργασία]
- ↑ ντελάλης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ «ντελάλης κ. τελάλης» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
ΣτΕ: αναφέρει μεσαιωνικό τύπο ντελάλισσα, χωρίς σχόλιο για την καταγωγή του ηχηρού [d] στα νέα ελληνικά.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μανάβης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)