ντελάλης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ντελάλης < τουρκική tellâl με ηχηροποίηση [t]>[d] από συμπροφορά [n] και [t] στην έκφραση στην αιτιατική (τον τελάλη) < αραβική دلّال (dallāl)[1]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ντελάλης αρσενικό ή τελάλης
- αυτός που ανακοίνωνε φωνάζοντας τα μαντάτα, ο δημόσιος κήρυκας, ο διαλαλητής
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ντελάλης
[επεξεργασία]
- ↑ «ντελάλης» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.